- κριματίζω
- κριμάτισα, κριματίστηκα, κριματισμένος, αμαρτάνω, πέφτω σε αμάρτημα: Ποιος τη γην επάτησε και δεν εκριμάτισε! (παροιμ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κριματίζω — κριματίζω, κριμάτισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
κριματίζω — (Μ κριματίζω) [κρίμα] 1. ενεργ. κάνω κάποιον να αμαρτήσει, κολάζω κάποιον 2. μέσ. κριματίζομαι αμαρτάνω, πέφτω σε αμαρτία, κολάζομαι 3. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) κριματισμένος, η, ον αμαρτωλός … Dictionary of Greek
ακριμάτιστος — η, ο [κριματίζω] 1. αυτός που δεν κριμάτισε, δεν διέπραξε κρίματα, αναμάρτητος, αθώος 2. αυτός που δεν υπόκειται σε κρίμα, που δεν είναι δυνατό να τού καταλογιστεί κακή πράξη ή ηθικό παράπτωμα … Dictionary of Greek
κριματιστής — ο [κριματίζω] 1. αυτός που αμαρτάνει, αμαρτωλός 2. αυτός που επιρρίπτει κρίματα, κατηγορίες σε κάποιον, κατήγορος … Dictionary of Greek